ὁπλή
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ἡ, (ὅπλον) hoof, in Hom. always the solid hoof of the horse, Il.11.536,20.501, cf. Ar.Eq.605, Porph.Abst.3.9 : after Hom., like χηλή, the cloven hoof of horned cattle, h.Merc.77, Hes.Op.489, Pi. P.4.226, Hdt.2.71, Pl.R.586b, Arist.HA575b8; τοῦ βοὸς ὁπλά SIG 1026.19 (Cos, iv/iii B. C.); of swine, Semon.28, Ar.Ach.740; of sheep, Arist.Fr.253 :—distinguished from χηλή, Gal.UP3.4.
German (Pape)
[Seite 359] ἡ (vgl. ὅπλον), zunächst der ungespaltene Huf des Pferdes und des Esels, Il. 11, 536. 20, 501; λακτίζοντες ὁπλαῖς, Plat. Rep. IX, 586 b; Pol. 3, 79, 12; dann auch die gespaltenen Klauen des Rindviehs, H. h. Merc. 77; Hes. O. 491; χάλκεαι, Pind. P. 4, 226; χοιρίων, Ar. Ach. 705; Sp., wie Luc. Asin. 13. 22. – Hesych. erkl. ὁπλαί auch πυξίδες.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
corne, sabot des quadrupèdes.
Étymologie: ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλή: ἡ копыто (ὁπλαὶ ἱππεῖαι Hom.; χοιρίων Arph.; ὄνου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλή: ἡ, (ὅπλον) ὡς καὶ νῦν, παρ’ Ὁμ., ἀείποτε ἐπὶ τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου καὶ τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 536, Υ. 501, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 605, Πλάτ. Πολ. 586Β· ― μεθ’ Ὅμ., ὡς τὸ χηλή, ὁ σχιστὸς ὄνυξ τῶν κερασφόρων βοσκημάτων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 77, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 487, Πινδ. Π. 4. 401, Ἡρόδ. 2. 71, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 5· τοῦ χοίρου, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 26, Ἀριστοφ. Ἀχ. 740· τοῦ προβάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 241. 14. Πρβλ. ὄνυξ, μῶνυξ.
Greek Monolingual
η (Α ὁπλή)
νεοελλ.
1. ζωολ. σκληρημένη υπερτροφία της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας που καλύπτει τα άκρα τών δακτύλων τών περισσοδάκτυλων, τών αρτιοδάκτυλων, τών προβοσκιδωτών και τών υρακοειδών θηλαστικών, που ονομάζονται και οπληφόρα
2. είδος προστατευτικού καλύμματος με το οποίο περιβάλλουν το πληγωμένο νύχι του αλόγου
αρχ.
1. το άσχιστο νύχι του αλόγου και του όνου
2. το σχιστό νύχι τών κερασφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ὅπλον μια και η ὁπλή αποτελεί ένα είδος εξοπλισμού για τα πέλματα του ζώου. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το επίθ. ἁ-πλ-ός, -ή, -όν (< sm-pl-) και αποτελούσε αρχικά προσδιορισμό της λ. χηλή, αναφερόμενο μόνο στα άλογα. Η άποψη αυτή παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες εν σχέσει προς το αρκτ. φωνήεν ο·, το οποίο θα μπορούσε να εξηγηθεί ως σπάνια αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -m- της ρίζας sem- (πρβλ. άμα, εις) με -ο-, αντί του αναμενόμενου -α-].
Greek Monotonic
ὁπλή: ἡ (ὅπλον), οπλή, το χωρίς σχίσιμο νύχι του αλόγου και του γαϊδάρου, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· μεταγεν. από τον Όμηρ., όπως το χηλή, το σχιστό νύχι των κερασφόρων (αυτών με κέρατα) ζώων, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: the unsplit hoof of a horse (Λ 536 = Υ 501), the split hoof of oxen, cattle (h.Merc., Hes., Pi., IA.).
Derivatives: ὁπλή-εις with hooves (Poeta ap. D. Chr. 32, 85).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The formally obvious connection with ὅπλον (e.g. Buttmann Lex. 2, 216 n. 4) is semantically inexplicable ("equipment"?). After Bechtel Lex. s.v. with ἁπλή simplex "nearly identical"; formally difficult and also as to the matter very doubtful, as orig. exclusive connection to a horses' hoof is far from evident. To be rejected also Osthoff MU 6, 334f. (s. Bq).
Middle Liddell
ὅπλον
a hoof, the solid hoof of the horse and ass, Il., Attic:—after Hom., like χηλή, the cloven hoof of horned cattle, Hhymn., Hes., etc.
Frisk Etymology German
ὁπλή: {hoplḗ}
Grammar: f.
Meaning: der ungespaltene Huf des Pferdes (Λ 536 = Υ 501 u.a.), der gespaltene Huf der Rinder (h.Merc., Hes., Pi., ion. att.) mit ὁπλήεις mit Huf versehen (Dicht. bei D. Chr. 32, 85).
Etymology : Unerklärt. Die formal naheliegende Verbindung mit ὅπλον (z.B. Buttmann Lex. 2, 216 A. 4) ist semantisch unzulänglich begründet ("Ausrüstung"?). Nach Bechtel Lex. s.v. mit ἁπλέ simplex "nahezu identisch"; formal schwierig und auch sachlich sehr fraglich, da urspr. alleinige Beziehung auf den Pferdehuf keineswegs als gesichert gelten kann. Abzulehnen ebenfalls Osthoff MU 6, 334f. (s. Bq).
Page 2,404
Translations
hoof
Albanian: thundër; Arabic: حافِر, ظِلْف, خُفّ; Egyptian Arabic: حافر; Armenian: սմբակ, կճղակ, պճեղ; Asturian: pezuña; Avestan: 𐬯𐬀𐬟𐬀; Azerbaijani: dırnaq; Baluchi: سرنب, سرمب, سرم; Bashkir: тояҡ; Basque: apo, apatx; Bats: ჭალკო̆; Belarusian: капыт; Bengali: খুর; Bulgarian: копито; Burmese: ခွာ; Buryat: туруун; Catalan: peülla; Central Sierra Miwok: háṭ·e·-; Chinese Mandarin: 蹄, 蹢; Chukchi: яйпыԓгын, ейпыт; Chuvash: чӗрне; Crimean Tatar: tuyaq; Czech: kopyto; Danish: hov; Dongxiang: ghimusun; Dutch: hoef; Esperanto: hufo; Estonian: kabi; Faroese: hógvur; Finnish: kavio, sorkka; French: sabot; Galician: pesuño, presuño, uña, pezuño, vaso; Georgian: ჩლიქი; German: Huf; Greek: οπλή; Ancient Greek: ὁπλή, χηλή; Haitian Creole: zago; Hebrew: פַּרְסָה; Hindi: खुर; Hungarian: pata; Icelandic: hófur, klauf; Indonesian: kuku; Irish: crúb; Italian: zoccolo; Japanese: 蹄; Kalmyk: турун; Kazakh: тұяқ; Khmer: ក្រចក; Korean: 굽; Kurdish Northern Kurdish: sim; Kyrgyz: туяк; Lao: ກີບ; Latin: ungula; Latvian: nags; Lithuanian: kanopa; Macedonian: копито; Malay: telapuk, huf; Malayalam: കുളമ്പ്; Manchu: ᡶᠠᡨᡥᠠ; Maori: pāua, kuku; Mingrelian: ჩირქე; Mongolian: туурай; Norman: chabot, chavette, cône du pied; Norwegian Bokmål: hov; Nynorsk: hov; Old English: hōf; Old Norse: hófr; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰖𐰆𐰍; Ossetian: сӕфтӕг; Ottoman Turkish: طویناق, طرناق; Pashto: سوه, څوه; Persian: سم, سپل; Polish: kopyto; Portuguese: casco, pata, pezunho; Quechua: sillu; Romanian: copită; Russian: копыто; Sanskrit: शफ; Scottish Gaelic: ladhar, ìne; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀пито; Roman: kòpito; Shor: туйғақ; Sinhalese: කුර; Slovak: kopyto; Slovene: kopíto; Sorbian Lower Sorbian: kopyto; Upper Sorbian: kopyto; Spanish: pezuña, casco; Swahili: ukwato; Swedish: hov, klöv; Tajik: сум; Tamil: குளம்பு; Taos: kòwmą̏celéna; Tatar: тояк; Telugu: గిట్ట; Thai: กีบ; Tibetan: རྨིག་པ; Turkish: tırnak, toynak; Turkmen: toýnak; Tuvan: дуюг; Ukrainian: копито, копито; Urdu: کھر; Uyghur: تۇياق; Uzbek: tuyoq; Vietnamese: guốc, móng; Volapük: saf; Welsh: carn; Yakut: туйах; Yiddish: קאָפּעטע