οπλόκτυπος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
ὁπλόκτυπος, -ον (Α)
(σχετικά με γη) αυτός που χτυπιέται, που αντηχεί από τις οπλές τών αλόγων («ἔτι δὲ γᾱς ἐμᾱς πεδί' ὁπλόκτυπ' ὠτὶ χρίμπτει βοάν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλή + κτύπος (πρβλ. χαλκόκτυπος)].