πάγγλωσσος
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle toutes les langues.
Étymologie: πᾶς, γλῶσσα.
Greek Monolingual
πάγγλωσσος, -ον (ΑΜ, Μ και πάγγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά όλες τις γλώσσες («πάγλωσσον γένος», επιγρ.)
μσν.
(για τόπο) αυτός στον οποίο μιλιούνται όλες οι γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γλωσσος (< γλώσσα), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].
Greek Monotonic
πάγγλωσσος: ή -ττος, -ον, αυτός που μιλάει όλες τις γλώσσες.