ὀρτυγοκοπικός

From LSJ
Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγοκοπικός Medium diacritics: ὀρτυγοκοπικός Low diacritics: ορτυγοκοπικός Capitals: ΟΡΤΥΓΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: ortygokopikós Transliteration B: ortygokopikos Transliteration C: ortygokopikos Beta Code: o)rtugokopiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in the game, ib.108.

German (Pape)

[Seite 387] ή, όν, zum Wachtelschlagen gehörig, ὀνόματα, Poll. a. a. O.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκοπικός, -ή, -όν (Α) ορτυγοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία.