περινέφελος

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινέφελος Medium diacritics: περινέφελος Low diacritics: περινέφελος Capitals: ΠΕΡΙΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: perinéphelos Transliteration B: perinephelos Transliteration C: perinefelos Beta Code: perine/felos

English (LSJ)

ον,

   A clouded, overcast, ἀήρ Ar.Av.1194.

German (Pape)

[Seite 583] umwölkt, ἀήρ, Ar. Av. 1192.

Greek (Liddell-Scott)

περινέφελος: -ον, κεκαλυμμένος ὁλόγυρα ὑπὸ νεφελῶν, νεφελώδης, ἀὴρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1194.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκεπασμένος ολόγυρα με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νέφελος (< νεφέλη)].

Russian (Dvoretsky)

περινέφελος: обложенный тучами, облачный (ἀήρ Arph.).