διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει εκπονηθεί ή κατασκευαστεί με πολλή τέχνη και καλαισθησία, καλοδουλεμένος, μαστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έντεχνος].