ξυλώροφον
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
τό,
A wooden roof, ib.12(3).1102 (Melos).
Greek Monolingual
ξυλόροφον, τὸ (Α)
ξύλινη οροφή, ξύλινη στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ὄροφος. Το -ω- του τ. (αντί ξυλόροφον) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].