ξυλώροφον

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλώροφον Medium diacritics: ξυλώροφον Low diacritics: ξυλώροφον Capitals: ΞΥΛΩΡΟΦΟΝ
Transliteration A: xylṓrophon Transliteration B: xylōrophon Transliteration C: ksylorofon Beta Code: culw/rofon

English (LSJ)

τό,

   A wooden roof, ib.12(3).1102 (Melos).

Greek Monolingual

ξυλόροφον, τὸ (Α)
ξύλινη οροφή, ξύλινη στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ὄροφος. Το -ω- του τ. (αντί ξυλόροφον) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].