οβριμόθυμος
Greek Monolingual
ὀβριμόθυμος, -ον (Α)
ορμητικός, τολμηρός, με ισχυρή ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + θυμός (πρβλ. μακρόθυμος)].
ὀβριμόθυμος, -ον (Α)
ορμητικός, τολμηρός, με ισχυρή ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + θυμός (πρβλ. μακρόθυμος)].