ὀγκόφωνος
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ον,
A hollow-toned, of a trumpet, Sch.T Il.18.219.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκόφωνος: -ον, = βαρύφθογγος, Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.
Greek Monolingual
ὀγκόφωνος, -ον (Α)
(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος].