οικοδόμος

From LSJ
Revision as of 22:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστηςχωρίον ἡμῖν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.