οἰκοσιτία

From LSJ
Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοσῑτία Medium diacritics: οἰκοσιτία Low diacritics: οικοσιτία Capitals: ΟΙΚΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oikositía Transliteration B: oikositia Transliteration C: oikositia Beta Code: oi)kositi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A living at one's own expense, Poll.6.36.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.

Greek Monolingual

οἰκοσιτία, ἡ (Α) οικόσιτος
το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.