οἰνοῦττα

Revision as of 00:47, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ, (οἰνόεις)

   A cake or porridge of barley mixed with wine, water, and oil, eaten by rowers, Ar.Pl.1121.    II a plant with intoxicating properties, Arist.Fr.107.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοῦττα: ἡ, (οἰνόεις) πλακούντιον ἐξ οἴνου μετὰ κριθῆς, ὕδατος καὶ ἐλαίου χρησιμεῦον ὡς τροφὴ τῶν ἐρετῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 1121. ΙΙ. φυτόν τι ἔχον μεθυστικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 102.

French (Bailly abrégé)

v. οἰνόεις.

Greek Monolingual

οἰνοῡττα, ἡ (Α)
1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών
2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του θηλ. του επιθ. οἰνόεις, -εσσα, -εν].

Greek Monotonic

οἰνοῦττα: ἡ (οἰνόεις), γλύκισμα ή μείγμα από κρασί ανακατεμένο με κριθάρι, νερό και λάδι, που χρησιμοποιούνταν σαν τροφή των κωπηλατών, σε Αριστ.