οκρίβαντας

From LSJ
Revision as of 10:36, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀκρίβας)
τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο
μσν.
μτφ. υπερυψωμένος τόπος
αρχ.
1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια του Προάγωνος
2. κάθισμα ηνιόχου ή αρματηλάτη
3. ο κόθορνος
4. γαϊδούρι ή άγριο κριάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «προεξοχή, αιχμηρό άκρο» + -βας (< βαίνω), πρβλ. κιλλίβας].