οκρίβαντας
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀκρίβας)
τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο
μσν.
μτφ. υπερυψωμένος τόπος
αρχ.
1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια του Προάγωνος
2. κάθισμα ηνιόχου ή αρματηλάτη
3. ο κόθορνος
4. γαϊδούρι ή άγριο κριάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκρις «προεξοχή, αιχμηρό άκρο» + -βας (< βαίνω), πρβλ. κιλλίβας].