ὁλόφωτος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
German (Pape)
[Seite 328] im ganzen, vollen Lichte, Eumath.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόφωτος: -ον, ὁ πλήρης φωτός, ὁ ἔχων ὅλον του τὸ φῶς, Εὐμάθ. 11. 11.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ὁλόφωτος, -ον)
γεμάτος φως, κατάφωτος, καταφωτισμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ολόφωτο
φυσ. φωτιστική συσκευή που όλο το φως της συλλέγεται με φακούς και κατευθύνεται με ανακλαστήρες προς ορισμένη κατεύθυνση.
επίρρ...
ολόφωτα
με πολύ φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + φῶς, φωτός (πρβλ. αυτόφωτος)].