ομόζυξ
From LSJ
ὁμόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.)
2. σύζυγος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο
2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. νεό-ζυξ].