ομότοξος
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Greek Monolingual
ὁμότοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοιο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τόξον (πρβλ. μεγαλότοξος)].
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
ὁμότοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοιο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τόξον (πρβλ. μεγαλότοξος)].