ὀνόπυξος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ὁ,
A cotton-thistle, Onopordon illyricum, Thphr.HP6.4.3, Plin.HN21.94.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνόπυξος: ὁ, φυτόν τι ἀκανθῶδες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3.
Greek Monolingual
ὀνόπυξος, ὁ (Α)
το φυτό ονόπορδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πύξος «είδος φυτού»].