κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ὀξυκέρατος, -ον (Α)οξύκερως.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, -ατος (πρβλ. ορθοκέρατος)].