ὀπητίδιον
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄπεας.
German (Pape)
[Seite 356] τό, dim. zu ὄπεας, Poll. 7, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπητίδιον: τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. ὄπεας.
Greek Monolingual
ὀπητίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ὄπεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, -ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων -εα-].