καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
ὀρχηθμός, ὁ (Α)χορός, όρχηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα -θμος (πρβλ. βρυχηθμός)].