ὀρχηθμός
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
ὁ, dance, φιλοπαίγμων Od.23.134; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Il.13.637, cf. Od.8.263, Hes.Sc.282, v.l. in h.Ap. 149; cf. ὀρχησμός.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, ion. = ὀρχησμός, Tanz; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο, Il. 13, 637; φιλοπαίγμων, Od. 23, 134; Hes. Sc. 282; Luc. de salt. 23 u. sp. D. in der Anth.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chœur, danse.
Étymologie: ὀρχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχηθμός: атт. ὀρχησμός ὁ пляска, танец Hom., Hes., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηθμός: ὁ, ὄρχησις, χορός, φιλοπαίγμων Ὀδ. Ψ. 134· μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Ἰλ. Ν. 637, πρβλ. Ὀδ. Θ. 263, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 282· ― ὁ Ἀττ. τύπος ὀρχησμὸς (ἐν τῷ πληθ.) ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 376, Πανυάσ. παρ’ Ἀθην. 37Β. Ἀνθ. Π. 6. 33.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀρχηθμός, ὁ (Α)
χορός, όρχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα -θμος (πρβλ. βρυχηθμός)].
Greek Monotonic
ὀρχηθμός: ὁ (ὀρχέομαι), το να χορεύει κάποιος, χορός, σε Όμηρ.