κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
ὀρχηθμός, ὁ (Α)χορός, όρχηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα -θμος (πρβλ. βρυχηθμός)].