οστρακόεις

From LSJ
Revision as of 14:19, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

ὀστρακόεις, -εσσα, -εν και συνηρ. τ. ὀστρακοῡς, -οῦν

(Α)
(ποιητ. τ.) οστράκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -όεις].