οφθάλμιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀφθάλμιος, -ον (Α) οφθαλμός
1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια
α) η περιοχή τών οφθαλμών
β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα.