παγκτητικός

From LSJ
Revision as of 08:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκτητικός Medium diacritics: παγκτητικός Low diacritics: παγκτητικός Capitals: ΠΑΓΚΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: panktētikós Transliteration B: panktētikos Transliteration C: pagktitikos Beta Code: pagkthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A offull ownership, κυρεία Inscr.Perg.245 C46.

Greek Monolingual

παγκτητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παντελή κατοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κτητικός (< κτητός < κτῶμαι].