πάδος

From LSJ
Revision as of 08:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάδος Medium diacritics: πάδος Low diacritics: πάδος Capitals: ΠΑΔΟΣ
Transliteration A: pádos Transliteration B: pados Transliteration C: pados Beta Code: pa/dos

English (LSJ)

ἡ, prob.

   A = πῆδος 11, Prunus Mahaleb, Thphr.HP4.1.3.

German (Pape)

[Seite 437] ὁ, ein Baum oder Strauch, vielleicht prunus padus.

Greek (Liddell-Scott)

πάδος: ἡ, δένδρον τι, ἴσως τὸ padus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3· πρβλ. πῆδος.

Greek Monolingual

πάδος, ἡ (Α)
είδος δέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν θεωρηθεί το -- του τ. μακρό, τότε η λ. είναι ταυτόσημη με τον τ. πῆδος / πηδός, με αλλαγή γένους].