παλιντυχής

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντῠχής Medium diacritics: παλιντυχής Low diacritics: παλιντυχής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΥΧΗΣ
Transliteration A: palintychḗs Transliteration B: palintychēs Transliteration C: palintychis Beta Code: palintuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.

Greek Monolingual

παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευ-τυχής].

Greek Monotonic

πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.