πανδούριον

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

German (Pape)

[Seite 458] τό, = Folgdm; Hesych. erklärt auch σύριγγες ἐκ καλάμων πανδούρια.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πανδούρα
υποκορ. του πανδούρα.
(II)
τὸ, Μ
(κατά τον Ζωναρ.) «πανδούριον
μάχαιρα σφακτική».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δέρω «γδέρνω»].