παντοδύναμος

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοδύνᾰμος Medium diacritics: παντοδύναμος Low diacritics: παντοδύναμος Capitals: ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ
Transliteration A: pantodýnamos Transliteration B: pantodynamos Transliteration C: pantodynamos Beta Code: pantodu/namos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A all-powerful, LXX Wi.7.23, Elias in Porph.17.18, Sch.A.Th.166; φύσις νοερὰ καὶ π. Plot.5.9.9.

German (Pape)

[Seite 464] allmächtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοδύνᾰμος: -ον, πανίσχυρος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ΄, 23) κ. ἀλλ., Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 166.

Spanish

todopoderoso

Greek Monolingual

-η, -ο / παντοδύναμος, -ον, Α και πανταδύναμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μπορεί να πράξει τα πάντα, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντοδύναμος
προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο-δύναμος].