παραίφασις

Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for παράφασις,

   A encouragement, persuasion, ἀγαθὴ δὲ π. ἐστιν ἑταίρου Il.11.793, cf. Aret.SD1.1, Nonn.D.40.115, Them.Or.8.106d.    2 beguilement, πόνου AP5.284 (Agath.); ἐρώτων APl.5.373.—Cf. πάρφασις.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, poet. statt παράφασις, Zurede, Ermunterung, Il. 11, 793. 15, 404 u. sp. D., auch Warnung, Lehre, Col. 245.

Greek (Liddell-Scott)

παραίφᾰσις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ παράφασις, συμβουλή, παραίνεσις, ἀγαθὴ δὲ παραίφασίς ἐστιν ἑταίρου Ἰλ. Λ. 793, Ο. 404. 2) ἐξαπάτησις, πόνου Ἀνθ. Π. 5. 285· ἐρώτων Ἀνθ. Πλαν. 373. - Πρβλ. πάρφασις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
poét. c. παράφασις.

English (Autenrieth)

persuasion, encouragement, Il. 11.793 and Il. 15.404.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι).

Greek Monotonic

παραίφᾰσις: ἡ, ποιητ. αντί παράφασις, δόγμα, πίστη, σε Ομήρ. Ιλ.