παραπονιέμαι

Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, -έομαι
1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, -η, -ο
λυπημένος, δυσαρεστημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πονώ / -ούμαι. Ο τ. παραπονιέμαι < παραπονώ, κατά τα ρ. σε -ιέμαι (πρβλ. χτυπιέμαι)].