λυπημένος

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ λυπημένος, -η, -ον)
αυτός που κατέχεται από λύπη ή πένθος, θλιμμένος, στενοχωρημένος, περίλυπος
μσν.
1. λυπητερός
2. πένθιμος
3. ευσπλαχνικός, συμπονετικός.
επίρρ...
λυπημένα
λυπητερά, θλιμμένα, στεναχωρημένα («μέ κοίταξε λυπημένα και έφυγε χωρίς να μιλήσει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή παρακμ. του ρ. λυπῶ, -οῦμαι].