οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
-α, -ικο(για πρόσ.) αυτός που παραπονείται διαρκώς, μεμψίμοιρος, κλαψιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράπονο + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψιάρης)].