παρδαλός

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν της λεοπάρδαλης
2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος
3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές
4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος
5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή
γυναίκα ελευθέριων ηθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάρδαλις κατά τα επίθ. σε -ός, -ή, -ό].