κεράς
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
(A), άδος, ἡ, poet. fem. of κεραός, Eust. 1625.45; but in Hsch., κεραΐδες· τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.
κεράς (B), Adv.
A mixed, glossed by κεραστικῶς, Call.Fr.anon.34.
German (Pape)
[Seite 1421] gemischt, = κεραστικῶς, Suid., vgl. Lob. Paralip. p. 223. άδος, ἡ, gehörnt, fem. zu κεραός, bei Eust. 1625, 43 = κεραΐς .