Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Παρνασιάς

From LSJ
Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α
αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα -ιάς (πρβλ. Κρον-ιάς)].

Russian (Dvoretsky)

Παρνᾱσιάς: ион. Παρνησιάς, άδος (ᾰδ) adj. f парнасская Eur.