πάτερο
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
και πατερό, το
1. (οικοδ.) ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται ως υποτυπώδες δάπεδο σε βοηθητικούς χώρους μιας οικοδομής
2. ξύλινο μεγάλο δοκάρι το οποίο μαζί με άλλα υποβαστάζει το πάτωμα ή τη στέγη οικοδομήματος
3. φρ. «κολοκύθια στο πατερό» — λέγεται για ανόητα λόγια ή ανόητες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτος (Ι) + κατάλ. -ερό (πρβλ. τσαγερό)].