πατρομιξία

From LSJ
Revision as of 11:08, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατρομιξία: τῶν Λὼτ θυγατέρων, ἡ μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν σαρκικὴ μῖξις, Θεοφ. Κεραμ. ἐν Mi. Pa. gr. τότ. 132, σελ. 1025.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
(για τις θυγατέρες του Λωτ) η σαρκική μίξη της θυγατέρας με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μιξία (< -μικτος < μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θυγατρομιξία].