πατρομιξία
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek (Liddell-Scott)
πατρομιξία: τῶν Λὼτ θυγατέρων, ἡ μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν σαρκικὴ μῖξις, Θεοφ. Κεραμ. ἐν Mi. Pa. gr. τότ. 132, σελ. 1025.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
(για τις θυγατέρες του Λωτ) η σαρκική μίξη της θυγατέρας με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μιξία (< -μικτος < μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θυγατρομιξία].