πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
πατητήριον
το / πατητήριον, ΝΑο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα -ήριον (πρβλ. ορμητήριον].