περιβολάρης

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν
1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός
2. παροιμ. «νά 'μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» — λέγεται για τους τεμπέληδες και για όσους θέλουν να έχουν εργασία χωρίς πολύ κόπο και μόχθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. περιβόλι + κατάλ. -άρης (πρβλ. νοικάρης)].