περίρρους
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.
Middle Liddell
περίρ-ρους, ουν, = περίρρυτος, Hdt.]