πηδηχτός

From LSJ
Revision as of 11:12, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

και πηδητός, -ή, -ό, Ν πηδώ
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει
2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε»)
3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός
ονομασία χορού.
επίρρ...
πηδηχτά
με πηδήματα.