πιτσυλίζω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, -άω, Ν
πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος του κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά τα συνηρημένα σε -άω, -ώ, ενώ ο τ. πιτσιλάω κατά τα νεοασυναίρετα σε -άω (πρβλ. κεντάω)].