πλουτοπράτης

From LSJ
Revision as of 19:44, 21 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Reichthum" to "Reichtum")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Reichtumverkäufer, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα- του πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο-πράτης, οινο-πράτης.