πλουτοπράτης

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Reichtumverkäufer, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα- του πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο-πράτης, οινο-πράτης.