Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
η, Ν
1. πολύ μεγάλο πόδι
2. φρ. «απλώνω τις ποδάρες μου» — κάθομαι και αναπαύομαι απλώνοντας τα πόδια κατά τρόπο μη κόσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μουλάρα, πιθάρα)].