πλουσιοπάροχος

From LSJ
Revision as of 13:16, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλουσιοπάροχος: -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, ἀνώνυμος ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,

Greek Monolingual

-η, -ο / πλουσιοπάροχος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι πλούσια, γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, άφθονος.
επίρρ...
πλουσιοπαρόχως ΝΜΑ και πλουσιοπάροχα Ν
κατά τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο
νεοελλ.
με μεγάλη αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ευπάροχος.