Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
-έω, Μ
φιλώ, ασπάζομαι τα πόδια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -φιλῶ (< -φιλης < φίλος), πρβλ. παιδοφιλώ].