ποικιλόμουσος

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόμουσος Medium diacritics: ποικιλόμουσος Low diacritics: ποικιλόμουσος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: poikilómousos Transliteration B: poikilomousos Transliteration C: poikilomousos Beta Code: poikilo/mousos

English (LSJ)

ον,

   A yielding rich music, χέλυς Tim.Pers.234.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό-μουσος].