ποικιλόμουσος

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόμουσος Medium diacritics: ποικιλόμουσος Low diacritics: ποικιλόμουσος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: poikilómousos Transliteration B: poikilomousos Transliteration C: poikilomousos Beta Code: poikilo/mousos

English (LSJ)

ποικιλόμουσον, yielding rich music, χέλυς Tim.Pers.234.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλόμουσος].